- εξάδελφος
- ο двоюродный брат;
δεύτερος εξάδελφος — троюродный брат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεύτερος εξάδελφος — троюродный брат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξάδελφος — cousin german masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάδελφος — και ξάδερφος, ο (θηλ. εξαδέλφη και ξαδέρφη και ξαδέρφισσα) (AM ἐξάδελφος, ο θηλ. ἐξαδέλφη, Α και ἐξάδελφος, η, Μ και ἐξαδέλφισσα) το παιδί τού αδελφού ή τής αδελφής τού πατέρα ή τής μητέρας νεοελλ. α) «πρώτοι εξάδελφοι» παιδιά αδελφών β)… … Dictionary of Greek
ἐξαδέλφοις — ἐξάδελφος cousin german masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαδέλφου — ἐξάδελφος cousin german masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαδέλφους — ἐξάδελφος cousin german masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαδέλφων — ἐξάδελφος cousin german masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαδέλφῳ — ἐξάδελφος cousin german masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάδελφε — ἐξάδελφος cousin german masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάδελφοι — ἐξάδελφος cousin german masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάδελφον — ἐξάδελφος cousin german masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαδελφούλης — και ξαδερφούλης (θηλ. εξαδελφούλα και ξαδερφούλα) [εξάδελφος] μικρός στην ηλικία ή αγαπημένος εξάδελφος … Dictionary of Greek